- θηρευομένου
- θηρεύωhuntpres part mp masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανίχνιον — τὸ, Α στον πληθ. τά πανίχνια το σύνολο τών ιχνών τού θηρευόμενου θηρίου («μυξωτῆρσι κύνες δὲ πανίχνια σημήναντο», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἴχνιον (< ἴχνος), πρβλ. εν ίχνιον] … Dictionary of Greek